ἐναρίθμια

ἐναρίθμια
ἐναρίθμιος
in the number
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εναρίθμιος — ἐναρίθμιος, ον (Α) 1. ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι», Οδ.) 2. ο υπολογίσιμος, αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρίθμια φίλα, συνήθη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”